πυθοχρήστης

πυθοχρήστης
και δωρ. τ. πυθοχρήστας, ὁ, Α
βλ. πυθόχρηστος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πυθόχρηστος — ον, αρσ. και πυθοχρήστης και δωρ. τ. πυθοχρήστας, Α 1. αυτός που χρησμοδοτήθηκε από τον Πύθιο Απόλλωνα («πυθόχρηστοι νόμοι», Ξεν.) 2. αυτός που ορίστηκε με πυθικό χρησμό («πυθόχρηστος ἀποικίας ἡγεμών» Πλούτ.) 3. (το αρσ.) προσωνυμία τού Διονύσου… …   Dictionary of Greek

  • Πυθοχρήστου — Πῡθοχρήστου , Πυθόχρηστος delivered by the Pythian god masc/fem/neut gen sg Πῡθοχρήστου , Πυθοχρήστης sent by the Pythian oracle masc gen sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”